κακόγεννη

κακόγεννη
κακόγέννητη, κακόγεννήτρα η женщина, имеющая трудные роды

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κακόγεννη" в других словарях:

  • κακογεννήτρα — και κακόγεννη και κακογέννητη, η [κακογεννώ] 1. (για γυναίκες και θηλυκά ζώα) αυτή που γεννά δύσκολα 2. (για κότες) αυτή που γεννά σε απόκρυφη θέση και όχι μέσα στη φωλιά της, η ξενογεννήτρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»