- κακόγεννη
- κακόγέννητη, κακόγεννήτρα η женщина, имеющая трудные роды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακογεννήτρα — και κακόγεννη και κακογέννητη, η [κακογεννώ] 1. (για γυναίκες και θηλυκά ζώα) αυτή που γεννά δύσκολα 2. (για κότες) αυτή που γεννά σε απόκρυφη θέση και όχι μέσα στη φωλιά της, η ξενογεννήτρα … Dictionary of Greek